παλαιοτέρῃ

παλαιοτέρῃ
παλαιός
old in years
fem dat comp sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παλαιοτέρη — παλαιός old in years fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεβαντίνος — Παλαιότερη ονομασία για τους Ευρωπαίους που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ανατολή (γαλλ. levante = ανατολικός)· σε ανάλογη χρήση ήταν και ο όρος Φραγκολεβαντίνος (θηλυκό Λεβαντίνα ή Φραγκολεβαντίνα). Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ειδικά για τους… …   Dictionary of Greek

  • απόκουρο — Παλαιότερη ονομασία της ορεινής περιοχής που βρίσκεται στα ΒΑ της λίμνης Τριχωνίδας, στον νομό Αιτωλοακαρνανίας, ανάμεσα στους ποταμούς Αχελώο και Εύηνο και το όρος Παναιτωλικό. Σήμερα ονομάζεται επίσημα Θέρμο (βλ. λ.). Ωστόσο, μελετητές της… …   Dictionary of Greek

  • κυττάζω — παλαιότερη γρφ. τού κοιτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοιτάζω] …   Dictionary of Greek

  • λαζαρέτο — Παλαιότερη ονομασία για το λοιμοκαθαρτήριο. Πρόκειται για δημόσια νοσοκομειακή εγκατάσταση που συνήθως βρισκόταν σε απόμερο παραλιακό χώρο, κοντά σε λιμάνι. Η παραμονή στο λ. ήταν υποχρεωτική, για ένα διάστημα, στους επιβάτες και στα πληρώματα… …   Dictionary of Greek

  • λαπαροτομία — Παλαιότερη ονομασία της ιατρικής μεθόδου της λαπαρασκόπησης (βλ. λ.). * * * η ιατρ. χειρουργική επέμβαση κατά την οποία διατέμνεται το κοιλιακό τοίχωμα και διανοίγεται η περιτοναϊκή κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. laparotomy. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • λυχνίτης — Παλαιότερη ονομασία για το μάρμαρο της Πάρου, επειδή η εξόρυξή του γινόταν με το φως των λύχνων. Από το μάρμαρο αυτό είναι κατασκευασμένα, μεταξύ άλλων, το άγαλμα του Ερμή του Πραξιτέλη και η πρόσοψη του ναού των Δελφών. Άλλες ονομασίες του είναι …   Dictionary of Greek

  • τονελάδα — παλαιότερη γρφ. τοννελάδα, η, Ν 1. ναυτ. μονάδα εκτοπίσματος πλοίων ισοδύναμη με 1,132 ή 2,83 κυβικά μέτρα, ανάλογα με τη χώρα που χρησιμοποιεί τη μονάδα αυτή 2. μετρολ. α) ισπανική μονάδα βάρους ισοδύναμη με 1.000 χιλιόγραμμα β) πορτογαλική… …   Dictionary of Greek

  • τονοθερμίδα — παλαιότερη γρφ. τοννοθερμίδα, η, Ν μονάδα θερμότητας ισοδύναμη με τη θερμότητα που απαιτείται για να αυξηθεί η θερμοκρασία μάζας νερού ενός τόνου κατά έναν βαθμό Κελσίου υπό κανονική ατμοσφαιρική πίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόνος (ΙΙ) + θερμίδα] …   Dictionary of Greek

  • αβιογένεση ή αυτόματη γένεση — Παλαιότερη θεωρία που εξηγούσε τη δημιουργία των σύγχρονων οργανισμών από ανόργανη ύλη. Ιδιαίτερα λίγο πριν από την εποχή του Παστέρ,η αυτόματη γένεση των μικροοργανισμών από ανόργανες ύλες ήταν η μοναδική παραδεκτή θεωρία. Από τη στιγμή όμως που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”